- στιλπνός
- -ή, -όγυαλιστερός, λαμπρός: Επιφάνεια λεία και στιλπνή.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
στιλπνός — glittering masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στιλπνός — ή, ό / στιλπνός, ή, όν, ΝΑ αυτός που στίλβει, που λάμπει, αστραφτερός, λαμπρός, λαμπερός, γυαλιστερός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. στιλπ (βλ. λ. στίλβω) + επίθημα νός (πρβλ. τερπ νός)] … Dictionary of Greek
στιλπνά — στιλπνός glittering neut nom/voc/acc pl στιλπνά̱ , στιλπνός glittering fem nom/voc/acc dual στιλπνά̱ , στιλπνός glittering fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στιλπνότερον — στιλπνός glittering adverbial comp στιλπνός glittering masc acc comp sg στιλπνός glittering neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στιλπνοτάτων — στιλπνός glittering fem gen superl pl στιλπνός glittering masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στιλπνῶν — στιλπνός glittering fem gen pl στιλπνός glittering masc/neut gen pl στιλπνόω make to shine pres part act masc voc sg (doric aeolic) στιλπνόω make to shine pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) στιλπνόω make to shine pres part act masc… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στιλπνόν — στιλπνός glittering masc acc sg στιλπνός glittering neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στιλπνότατον — στιλπνός glittering masc acc superl sg στιλπνός glittering neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στιλπναῖς — στιλπνός glittering fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στιλπναί — στιλπνός glittering fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)